- διόρνυμαι
- διόρνῠμαι,A hurry through, A.Supp.552 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διόρνυμαι — (Α) [όρνυμαι] ορμώ ανάμεσα, διαβαίνω βιαστικά … Dictionary of Greek